τειχία

τειχία
τειχίον
wall
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τειχίο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκει και η Μονή Κοίμησης Θεοτόκου. To T. βρίσκεται στην τοποθεσία της αρχαίας μικρής πόλης της Αιτωλίας… …   Dictionary of Greek

  • σκούδο — (I) το, ΝΜ ασπίδα, σκουτάρι («δίδουσι σημάδι εις τα τείχια, και τότε βγάνουσιν οι Τούρκοι από μέσα ένα σκούδο», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scudo «ασπίδα»]. (II) και εσκούδος, το, Ν 1. νομισματική μονάδα τής Πορτογαλίας και τής Χιλής,… …   Dictionary of Greek

  • τεντώνω — Ν [τέντα] 1. τείνω, διατείνω, τανύω («τεντώνω το σχοινί») 2. εκτείνω κάτι απλώνω, τσιτώνω («τεντώνω το πανί») 3. (σχετικά με πόρτα ή παράθυρο) ανοίγω διάπλατα 4. (αμτβ.) (στον Ερωτόκρ.) κατασκηνώνω («τεντώνει απόξω στα τειχιά, τη χώρα φοβερίζει») …   Dictionary of Greek

  • υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …   Dictionary of Greek

  • υπερακρίζω — Α υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.) 2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”